Πῆλ'

Πῆλ'
Πῆλι , Πῆλις
fem voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πῆλ' — πῆλαι , πάλλω poise aor imperat mid 2nd sg πῆλαι , πάλλω poise aor inf act πῆλα , πάλλω poise aor ind act 1st sg (homeric ionic) πῆλε , πάλλω poise aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επωδίνω — ἐπωδίνω (AM) νιώθω τους πόνους τού τοκετού μσν. αισθάνομαι δυσαρέσκεια («φθόνος ὁ τοῑς ἀγαθοῑς ἀεὶ ἐπωδίνων», Ισίδ. Πηλ.) …   Dictionary of Greek

  • κέγχρινος — κέγχρινος, ίνη, ον (ΑΜ) αυτός που έχει παρασκευαστεί από κεχρί αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ κεχρίνη σούπα από κεχρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέγχρος, ο + επίθημα ινος (πρβλ. πήλ ινος, σάρκ ινος)] …   Dictionary of Greek

  • κομμιώδης — και κομμεώδης ες (Α κομμιώδης, ώδες) 1. αυτός που περιέχει κόμμι 2. αυτός που μοιάζει με κόμμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόμμι + κατάλ. ώδης (πρβλ. κολλ ώδης, πηλ ώδης)] …   Dictionary of Greek

  • κόλος — κόλος, ον (Α) 1. κολοβός, βραχύς, κοντός («πῆλ αὐτως ἐν χειρὶ κόλον δόρυ», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που έχει κοντά κέρατα ή αυτός που τα κέρατά του είναι κομμένα 3. φρ. «κόλος μάχη» ονομασία τού Θ τής Ιλιάδας. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει την ετεροιωμένη… …   Dictionary of Greek

  • νέκρωση — Ο θάνατος ενός τμήματος του οργανισμού που μπορεί να αφορά ένα μόνο κύτταρο ή έναν ιστό ή ένα ολόκληρο όργανο. Διακρίνονται: η απλή ν., με εξαφάνιση του πυρήνα και σχετική διατήρηση των άλλων συστατικών του κύτταρου, η ν. με πήξη, εξαιτίας πήξης… …   Dictionary of Greek

  • νόμισμα — Στην οικονομία χαρακτηρίζεται ν. κάθε τι που γίνεται γενικά δεκτό σε ανταλλαγή με εμπορεύματα και υπηρεσίες ή για πληρωμή χρεών. Έτσι μπορεί να είναι ν. ένα φυσικό προϊόν ή ένα μέταλλο, ή ακόμα κι ένα χαρτί ή κι ένας λογιστικός αριθμός, όπως το… …   Dictionary of Greek

  • οικονομία — Ο όρος, ελληνικός που έγινε παγκόσμιος, σημαίνει, στην πρώτη του έννοια, διαχείριση του οίκου· γενικότερα όμως ο. είναι σήμερα η επιστήμη που μελετά την παραγωγή, τη διανομή και την κατανάλωση του πλούτου και συγχρόνως τους νόμους που τις… …   Dictionary of Greek

  • ομηρίδης — ὁμηρίδης, ὁ (Α) συν. στον πληθ. οἱ ὁμηρίδαι α) γενεά ραψωδών που κατοικούσε στη Χίο και θεωρούνταν ότι καταγόταν από τον Όμηρο, τού οποίου τα ποιήματα έψαλλε στις κοινές συνελεύσεις τών Ελλήνων β) ραψωδοί τού 6ου π.Χ. αιώνα που απήγγελλαν και… …   Dictionary of Greek

  • οστράκινος — η, ο (ΑΜ ὀστράκινος, ίνη, ον) ο κατασκευασμένος από όστρακο ή αυτός που αποτελείται από όστρακο μσν. αρχ. (για αγγείο) πήλινος, κεραμιδένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρακον + κατάλ. ινος (πρβλ. πήλ ινος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”